- εξανίημι
- ἐξανίημι (Α) [ανίημι]1. απορρίπτω, αποβάλλω, στέλνω προς τα έξω («ἄποιν' ἐπισχέτω ξίφος δέρῃ πρὸς ἀνδρὸς αἷμά τ' ἐξανιέτω», Ευρ.)2. αναδίδω («ὀδμήν ἀξανίεσκον», Απολλ. Ρόδ.)3. (με γεν.) βγάζω, κάνω κάτι να βγει4. (ειδ.) (με γεν.) εξακοντίζω («κεῑναι δὲ θύρσους ἐξανιεῑσαι χειρῶν», Ευρ.)5. ξεστομίζω, λέω6. χαλαρώνω, λύω («πλεκτὰς ἱμάντων στροφίδας ἐξανήσομαι», Ευρ.)7. διαλύω8. ελευθερώνω, αφήνω κάποιον ελεύθερο9. παραχωρώ («τὰ τῆς ἀρετῆς πρωτεῑα μὴ ἐξανιέντων τοῑς ἀσημοτέροις», Πλούτ.)10. ενδίδω, υποχωρώ («ἐξανείη δακέθυμος ἄτα», Σοφ.)11. (αμτβ.) (για ποταμό) αναβλύζω, εκρέω12. γεν. βγαίνω στην επιφάνεια, προβάλλω, εμφανίζομαι.
Dictionary of Greek. 2013.